- μάλε βράσε
- τοφρ. «έγινε το μάλε βράσε» — έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β- τής πρώτης λ. σε μ-. Κατ' άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»].
Dictionary of Greek. 2013.