μάλε βράσε

μάλε βράσε
το
φρ. «έγινε το μάλε βράσε» — έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β- τής πρώτης λ. σε μ-. Κατ' άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάλε βράσε — το άκλ. 1. άνω κάτω. 2. φρ., «Έγινε το μάλε βράσε», υπήρξε μεγάλη αναταραχή, έγινε φασαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλιοβράσι — το το μάλε βράσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Συμφυρμός τής φρ. μάλε* βράσε] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”